«Ό,τι αν προσδαπανήσης». Μ’ αυτήν την φράση ο Σαμαρείτης- Χριστός απευθύνεται στον πανδοχέα, στον οποίο ανέθεσε την φροντίδα και την αποθεραπεία του τραυματισμένου από τους ληστές, τους δαιμονικούς λογισμούς και τα πάθη, άνθρωπο, αυτόν που βαδίζει προς την Ιεριχώ του κόσμου έχοντας στόχο να απομακρυνθεί από την Ιερουσαλήμ του Θεού, να ζήσει μόνος του και με δικό του περιεχόμενο και νόημα. Και οι δυνάμεις που επικαλούνται την φιλανθρωπία πρωτίστως, ο ιερέας και ο λευΐτης, οι εκπρόσωποι της θρησκείας χωρίς σχέση γνήσια με τον Θεό, οι εκπρόσωποι του εαυτουλισμού, προσπερνούν τον τραυματισμένο άνθρωπο και φεύγουν, για να σωθούν οι ίδιοι από το κόστος του να κάνουν πράξη όσα στην θεωρία επικαλούνται, να μείνουν κοντά στον τραυματία, να τον ανακουφίσουν και να τον βοηθήσουν να προχωρήσει, να σωθεί. Ίσως διότι τα όσα επικαλούνται δεν τα ζούνε. Και ο Σαμαρείτης ζητά από τον πανδοχέα της Εκκλησίας να ξοδέψει περισσότερα, αν χρειαστεί, από όσα του αφήνει, από τα δύο δηνάρια της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, από το λάδι της ευσπλαχνίας και το κρασί της θυσίας. Και είναι έτοιμος ο Σαμαρείτης, στην επιστροφή Του, να ξεπληρώσει το χρέος που δεν έχει τώρα ο τραυματίας άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Σαμαρείτης που αναθέτει στον πανδοχέα την φροντίδα του.
«΄Ο,τι αν προσδαπανήσης». Είναι παράδοξο το ότι ενώ όλα γίνονται για τον τραυματία, εκείνος δεν έχει καμία υποχρέωση, δεν οφείλει τίποτα ούτε στον Σαμαρείτη ούτε στον πανδοχέα. Τον τελευταίο θα τον δει. Τον Σαμαρείτη δεν ξέρουμε αν καν τον κατάλαβε όταν τον φρόντιζε και όταν το ανέβασε στο υποζύγιό του, όπως και όταν τον άφησε στο πανδοχείο της Εκκλησίας. Δεν ξέρουμε καν αν θα τον συναντήσει στην επιστροφή του, διότι μπορεί ο τραυματίας να γινόταν καλά και να μην ήθελε καν να περιμένει την επιστροφή του ευεργέτη του. Ή να περίμενε, κι εκείνος να μην εμφανιζόταν. Μας φαίνεται αδιανόητο, ιδίως σε μία εποχή στην οποία τα πάντα μετριούνται στην προοπτική του «δούναι και λαβείν». Μας φαίνεται αδιανόητο ο εμπαθής, ο αμαρτωλός, ο εκκοσμικευμένος, ο αρνητής του Θεού να λαμβάνει την δωρεά της φροντίδας και της ίασης, αλλά ο Θεός να μην του ζητά τίποτα. Να λέει σε όλους εμάς τους χριστιανούς, τους πανδοχείς Του ότι όχι μόνο δεν πρέπει να πάρουμε κάτι από αυτόν που φροντίζουμε, αλλά να περιμένουμε τον Χριστό να επιστρέψει, για να πληρωθούμε για ό,τι προσδαπανήσουμε. Να μας ζητά μάλιστα να δώσουμε παραπάνω από όσα Αυτός μας άφησε. Να ξοδέψουμε από τα δικά μας, χαρίσματα, αγαθά, χρόνο, φροντίδα, στηριγμένοι σε μια υπόσχεση: ότι ο Σαμαρείτης θα ξαναπεράσει, σε ένα μέλλον απροσδιόριστο.
«΄Ο,τι αν προσδαπανήσης». Μα, μήπως και μόνο το γεγονός ότι μας εμπιστεύθηκε την φροντίδα του τραυματισμένου, άγνωστου σε μας ανθρώπου και κόσμου, είναι ήδη η ανταμοιβή μας; Διότι μας εμπιστεύθηκε και μας εμπιστεύεται. Το ερώτημα είναι αν εμείς το βλέπουμε αυτό. Αν μπορούμε να εργαστούμε στην αγάπη, στην πνευματικότητα, ώστε να στερηθούμε εκ των ιδίων, για να φανούμε άξιοι της εμπιστοσύνης που ο Χριστός μας δίδει;
Γιατί η εμπιστοσύνη έχει να κάνει με την αγάπη που πρώτα εμείς καλούμαστε να οικειωθούμε. Σαμαρείτης δεν είναι μόνο ο Χριστός που πορεύεται. Σαμαρείτες καλούμαστε να γίνουμε και όσοι είμαστε στην ασφάλεια του πανδοχείου της Εκκλησίας, της ζωής μας, της πορείας μας. Και γινόμαστε Σαμαρείτες όταν έχουμε εμείς ως βάση το νόημα που ο Χριστός μας προσφέρει: την δεκτικότητα και την δοτικότητα της αγάπης. Την εμπιστοσύνη στην επιστροφή Του, δηλαδή την ανάστασή Του κι ανάστασή μας. Την απόφαση ότι θα κουραστούμε και για να κρατήσουμε το πανδοχείο της καρδιάς μας ανοιχτό και για να έχουμε τα απαραίτητα και για να στηριχτούμε στον λόγο των δηναρίων Του, αλλά και να μοιραστούμε την έγνοια Του με τους άλλους, βλέποντας στο πρόσωπο του κάθε τραυματία που έρχεται στην ζωή μας ως δωρεά από Εκείνον όχι αυτόν που θα λερώσει τα καλά μας δωμάτια και σεντόνια, που θα μας ταλαιπωρήσει και γι’ αυτό «απελθέτω» από μας, αλλά εκείνον που είναι η ευκαιρία να γεννηθεί μέσα μας η επίγνωση ότι το πανδοχείο μας γι’ αυτόν είναι κυρίως: όποιον δεν έχει να μας αποδώσει ο ίδιος, όποιον δε θα έχει ποτέ να μας αποδώσει, ούτε καν το «ευχαριστώ».
Γενναιοδωρία ζητά ο Χριστός κι από μας. Και την απόφαση ότι δεν θα μείνουμε στον εαυτουλισμό μας. Διότι το πανδοχείο της Εκκλησίας δεν έχει ιδιοκτήτες, αλλά διαχειριστές, δεν έχει μόνιμους, αλλά πάροικους. Είναι ωραίος ο αγώνας να εμπιστεύεσαι ένα Πρόσωπο και μια υπόσχεση, να δίνεις αγάπη σε όποιον ο Χριστός σου φέρνει, αλλά και σταυρικός. Εκεί όμως είναι η αξία της ζωής. Να μην αρνείσαι της αγάπης τον σταυρό.
«΄Ο,τι αν προσδαπανήσης». Είναι παράδοξο το ότι ενώ όλα γίνονται για τον τραυματία, εκείνος δεν έχει καμία υποχρέωση, δεν οφείλει τίποτα ούτε στον Σαμαρείτη ούτε στον πανδοχέα. Τον τελευταίο θα τον δει. Τον Σαμαρείτη δεν ξέρουμε αν καν τον κατάλαβε όταν τον φρόντιζε και όταν το ανέβασε στο υποζύγιό του, όπως και όταν τον άφησε στο πανδοχείο της Εκκλησίας. Δεν ξέρουμε καν αν θα τον συναντήσει στην επιστροφή του, διότι μπορεί ο τραυματίας να γινόταν καλά και να μην ήθελε καν να περιμένει την επιστροφή του ευεργέτη του. Ή να περίμενε, κι εκείνος να μην εμφανιζόταν. Μας φαίνεται αδιανόητο, ιδίως σε μία εποχή στην οποία τα πάντα μετριούνται στην προοπτική του «δούναι και λαβείν». Μας φαίνεται αδιανόητο ο εμπαθής, ο αμαρτωλός, ο εκκοσμικευμένος, ο αρνητής του Θεού να λαμβάνει την δωρεά της φροντίδας και της ίασης, αλλά ο Θεός να μην του ζητά τίποτα. Να λέει σε όλους εμάς τους χριστιανούς, τους πανδοχείς Του ότι όχι μόνο δεν πρέπει να πάρουμε κάτι από αυτόν που φροντίζουμε, αλλά να περιμένουμε τον Χριστό να επιστρέψει, για να πληρωθούμε για ό,τι προσδαπανήσουμε. Να μας ζητά μάλιστα να δώσουμε παραπάνω από όσα Αυτός μας άφησε. Να ξοδέψουμε από τα δικά μας, χαρίσματα, αγαθά, χρόνο, φροντίδα, στηριγμένοι σε μια υπόσχεση: ότι ο Σαμαρείτης θα ξαναπεράσει, σε ένα μέλλον απροσδιόριστο.
«΄Ο,τι αν προσδαπανήσης». Μα, μήπως και μόνο το γεγονός ότι μας εμπιστεύθηκε την φροντίδα του τραυματισμένου, άγνωστου σε μας ανθρώπου και κόσμου, είναι ήδη η ανταμοιβή μας; Διότι μας εμπιστεύθηκε και μας εμπιστεύεται. Το ερώτημα είναι αν εμείς το βλέπουμε αυτό. Αν μπορούμε να εργαστούμε στην αγάπη, στην πνευματικότητα, ώστε να στερηθούμε εκ των ιδίων, για να φανούμε άξιοι της εμπιστοσύνης που ο Χριστός μας δίδει;
Γιατί η εμπιστοσύνη έχει να κάνει με την αγάπη που πρώτα εμείς καλούμαστε να οικειωθούμε. Σαμαρείτης δεν είναι μόνο ο Χριστός που πορεύεται. Σαμαρείτες καλούμαστε να γίνουμε και όσοι είμαστε στην ασφάλεια του πανδοχείου της Εκκλησίας, της ζωής μας, της πορείας μας. Και γινόμαστε Σαμαρείτες όταν έχουμε εμείς ως βάση το νόημα που ο Χριστός μας προσφέρει: την δεκτικότητα και την δοτικότητα της αγάπης. Την εμπιστοσύνη στην επιστροφή Του, δηλαδή την ανάστασή Του κι ανάστασή μας. Την απόφαση ότι θα κουραστούμε και για να κρατήσουμε το πανδοχείο της καρδιάς μας ανοιχτό και για να έχουμε τα απαραίτητα και για να στηριχτούμε στον λόγο των δηναρίων Του, αλλά και να μοιραστούμε την έγνοια Του με τους άλλους, βλέποντας στο πρόσωπο του κάθε τραυματία που έρχεται στην ζωή μας ως δωρεά από Εκείνον όχι αυτόν που θα λερώσει τα καλά μας δωμάτια και σεντόνια, που θα μας ταλαιπωρήσει και γι’ αυτό «απελθέτω» από μας, αλλά εκείνον που είναι η ευκαιρία να γεννηθεί μέσα μας η επίγνωση ότι το πανδοχείο μας γι’ αυτόν είναι κυρίως: όποιον δεν έχει να μας αποδώσει ο ίδιος, όποιον δε θα έχει ποτέ να μας αποδώσει, ούτε καν το «ευχαριστώ».
Γενναιοδωρία ζητά ο Χριστός κι από μας. Και την απόφαση ότι δεν θα μείνουμε στον εαυτουλισμό μας. Διότι το πανδοχείο της Εκκλησίας δεν έχει ιδιοκτήτες, αλλά διαχειριστές, δεν έχει μόνιμους, αλλά πάροικους. Είναι ωραίος ο αγώνας να εμπιστεύεσαι ένα Πρόσωπο και μια υπόσχεση, να δίνεις αγάπη σε όποιον ο Χριστός σου φέρνει, αλλά και σταυρικός. Εκεί όμως είναι η αξία της ζωής. Να μην αρνείσαι της αγάπης τον σταυρό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου