Επιθυμίᾳ ἐπιθυμήσαμε τοῦτο τό Πάσχα νά τό αἰσθανθοῦμε ὅσο τό δυνατόν «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας μας καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς μας καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας μας καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος μας». Μεγάλη ἡ ἀπαίτησή μας, ἀλλά καί μεγάλη ἡ βοήθεια τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ἡ Ὁποία φωτίζει τήν διάνοιά μας γιά νά μάθουμε τόν Χριστόν μας καί μᾶς Τόν παριστᾶ Περιγραπτόν καί Ἀπερίγραπτον, ἐπαφίεται δέ στόν καθένα μας νά λάβῃ τό «Φῶς Χριστοῦ», τό «Φῶς τῆς Γνώσεώς Του», ἀναλόγως τῆς προαιρέσεως καί τῆς προθυμίας του.
Ὅλες οἱ μάχες τοῦ Σατανᾶ δόθηκαν καί ἐξακολουθοῦν νά δίδονται μέ ἕναν καί μοναδικό στόχο: Νά πλήξουν τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας, τόν Θεάνθρωπο Χριστόν, νά τόν ἀλλοιώσουν στήν πνευματική ὀπτική τῶν ἀνθρώπων, γιατί μόνο ἔτσι χάνεται ἀπό τά μάτια μας ἡ Σωτηρία μας, ὁ Χριστός, ἐφ’ ὅσον «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομα ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς.» (Πράξ. 4, 12)!
Πρός τόν σκοπό αὐτόν εἶχε, καί ἔχει ἐπιστρατεύσει ὁ διάβολος πλῆθος ὀργάνων του, ἀνθρώπους «λαλοῦντας διεστραμμένα», τούς ὁποίους ὁ Χριστός καί οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ἀποκαλοῦν «Πῦλας τοῦ Ἅδου», οἱ ὁποῖες, ὅμως, «Πῦλαι», κατά τόν ἀψευδέστατον λόγο τοῦ Χριστοῦ μας «οὐ κατισχύσουσιν» τῆς Ἐκκλησίας Του! Καί, πράγματι, δύο χιλιάδες εἴκοσι δύο χρόνια δέν ἔχουν κατισχύσει!
Δέν εἶναι, ὅμως, μόνο οἱ κεκηρυγμένοι αἱρετικοί, πού σκόπιμα προσπαθοῦν νά ἀλλοιώσουν τό Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ γιά νά ἐπιβάλλουν τήν κοιλιόπνευστη θεολογία τους, «ὧν τὸ τέλος ἀπώλεια, ὧν ὁ Θεὸς ἡ κοιλία καὶ ἡ δόξα ἐν τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν, οἱ τὰ ἐπίγεια φρονοῦντες! », ἀλλά εἶναι καί οἱ ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι μας, οἱ ὁποῖοι λόγῳ τῶν σπουδῶν τους αἰσθάνονται ἰσάξιοι καί ἰσόκυροι(!) τῶν ἁγίων Πατέρων μας καί, παρ’ ὅτι ἔχουμε λάβει ὡς Ἐκκλησία ἰσχυροτάτη ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι κατοχύρωση τῆς «ἀκριβοῦς ἡμῶν Ὀρθοδόξου ἡμῶν Πίστεως», ἐκεῖνοι, «τοῖς ἰδίοις (καί ὄχι τοῖς τοῦ Θεοῦ) ἀκολουθοῦντες προστάγμασι», αὐθαιρετοῦν καί διδάσκουν πλειστάκις (ἐν γνώσει τους ἤ ἐν ἀγνοίᾳ, ὁ Θεός οἶδεν) τά πόρρῳ ἀπέχοντα τῆς «εὐσεβοῦς ἡμῶν Πίστεως, καὶ τῆς ἀληθοῦς Θεολογίας» (Εὐχή Γ΄ τῆς Γονυκλισίας).
Δέν θά ἐπεκταθοῦμε στό παρόν ἄρθρο σέ ὅλες τίς Θεολογικές παραχαράξεις ἀλλά μόνο σέ αὐτήν, πού ἀναφέρεται καί ὁ τίτλος μας: Στόν λεγόμενον «Ἀφθαρτοδοκητισμό».
Ἐπειδή ὁ ὅρος «Ἀφθαρτοδοκητισμός», περικλείει μιά πραγματικότητα καί μία πλάνη, δέν ἔχει γίνει ἀκριβής προσδιορισμός του, ὅσο τοὐλάχιστον γνωρίζω καί ὅσο θά ἤθελα νά ἔχῃ γίνει. Γι’ αὐτό καί ἐπ’ αὐτοῦ ὑπάρχει μεγάλη σύγχυση μεταξύ τῶν συγχρόνων Θεολόγων, παραδοσιακῶν καί μή. Ἐπί πλέον, δέν ἔχω κατωρθώσει νά εὕρω πῶς ἐπινοήθηκε ὁ ὅρος αὐτός, οὔτε ποιός εἶναι ὁ καθιερώσας αὐτόν τόν ὅρο καί πότε. Αὐτό πού γνωρίζω εἶναι ὅτι ὁ Λεόντιος Βυζάντιος, πού γεννήθηκε μεταξύ τοῦ 480 ἤ 485 εἶναι αὐτός, πού ἔκαμε μιά διάλεξη στήν Παλαιστίνη, τό ἔτος 528, μέ τίτλο «Πρός τούς ἐξ ἡμετέρων προσθεμένους τῇ κατεφθαρμένῃ γνώμῃ τῶν Ἀφθαρτοδοκητῶν διάλογος».1
Ὅμως, ἐκτός τοῦ Λεοντίου, πού Ὀρθοδόξως ἐλέγχει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι θέλησαν νά συγκαλύψουν τόν Μονοφυσιτισμό τους πίσω ἀπό μιά ἐπί πλέον πλάνη, ὅτι ἡ Ἀνθρωπίνη Φύση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι πραγματική, ἀλλά φαινομενική, ὑπάρχει καί ἄλλος, ἄγνωστος συγγραφέας, πού κρύβεται στό ὄνομα τοῦ Λεοντίου καί γράφει τό ἔργο De sectis (Κατά τῶν Αἱρέσεων), τό ὁποῖο κάθε ἄλλο παρά Ὀρθόδοξο εἶναι. Αὐτός ὁ ἄγνωστος συγγραφέας τελεῖ σέ πλήρη θεολογική σύγχυση, ἀφοῦ ὑπερασπίζεται καί θαυµάζει τόν πατέρα τοῦ Νεστοριανισµοῦ Θεόδωρον Μοψουεστίας, τόν ὁποῖο κατεδίκασε ἡ Ε΄ Οἰκουµενική Σύνοδος καί κατηγορεῖ τόν ἅγιον Αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό γιά τήν καταδίκη αὐτή!2 Αὐτό τό αἱρετικό βιβλίο «De sectis» χρησιμοποίησαν καί χρησιμοποιοῦν θεολόγοι μας, ὅπως ὁ μακαριστός Ἀνδρέας Θεοδώρου, καί γνωματεύουν περί τοῦ Ἀφθαρτοδοκητισμοῦ, ὑποβιβάζοντες τήν Ἀνθρωπίνη Φύση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ σέ ἀνθρώπινη φύση ψιλοῦ (ἁπλοῦ) Θεοφόρου ἀνθρώπου!
Αὐτό συνέβη καί συμβαίνει γιατί οἱ Ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι ὅλων τῶν ἐποχῶν προσεγγίζουν τήν Ἀνθρωπίνη Φύση τοῦ Χριστοῦ καθοδηγούμενοι ἀπό τήν κατάσταση τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, ἀντί νά ζητοῦν τήν Ἀλήθεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς μας στόν Χριστό. Μήπως τήν ἴδια τακτική δέν ἀκολουθοῦν καί στήν διερεύνηση τοῦ Σύμπαντος γιά νά εὕρουν τήν Ἀρχή τῆς Δημιουργίας; Δέν προχωροῦν στίς ἔρευνές τους σάν νά εἶναι δυνατόν νά φανερώσῃ τό μεταπτωτικό Σύμπαν τήν προπτωτική του κατασκευή, ἤ, σάν νά εἶναι δυνατόν νά προσεγγισθῇ ἡ προπτωτική χρονική στιγμή τῆς Δημιουργίας μέ μεταπτωτικά ἐπιστημονικά μέσα;
Ἐπειδή τό πρόβλημα εἶναι παλαιό, εἶχε ἀσχοληθεῖ μέ αὐτό καί ὁ μακαριστός Ἐκκλησιαστικός Πατέρας μας π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ἀντιμετωπίζοντας κατά τά ἔτη 1964-1965 κάποιον Ἀρχιμανδρίτη π. Νικόλαον Βαφείδην, χρησιμοποιῶντας τά γραπτά ὑπέρ τῶν 20 Ἁγίων Πατέρων, πλέον τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἱ. Κανόνων! Ἐκεῖ, σέ αὐτά τά Ἄρθρα του μπορεῖ νά προστρέξῃ ὅποιος θέλει νά γνωρίσῃ περισσότερο τό θέμα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τῶν Πρωτοπλάστων.3 Ἀπό ἐκεῖ θά ἀντλήσουμε καί ἐμεῖς στοιχεῖα.
Τήν Ἀνθρωπίνη Φύση τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά τήν προσεγγίσουμε μέ τήν προπτωτική ἀνθρώπινη φύση τοῦ Ἀδάμ, γιατί ὁ Χριστός μας δέν ἔχει ἀποκληθεῖ λογοτεχνικά «Νέος Ἀδάμ», ἀλλά ὀντολογικά. Γιατί δημιουργήθηκε ἡ Ἀνθρωπίνη Φύση Του, ὅπως καί τοῦ πρώτου Ἀδάμ.
Καταγράφω μέ μαθηματικό τρόπο τίς ὁμοιότητες γιά νά γίνουν πιό εὔληπτες στούς μή ἐξοικειωμένους μέ τήν Θεολογία:
1. Ὁ πρῶτος Ἀδάμ δημιουργήθηκε χωρίς σπέρμα. Δέν ἔγινε σύλληψη μέ ἕνωση σπερματοζωαρίου μέ ὠάριο. Δέν ἦλθε στήν ὕπαρξη σπερματικῶς, ἀλλά δημιουργικῶς.
Τό Ἴδιο καί ὁ Χριστός μας. Δέν ἦλθε στήν ὕπαρξη σπερματικῶς, ἀλλά δημιουργικῶς. Χωρίς σπέρμα, οὔτε ὠάριο. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν εἶναι ἄνθρωπος, διότι τότε καί ὁ πρῶτος Ἀδάμ δέν πρέπει νά θεωρῆται ἄνθρωπος, ὅπερ ἄτοπον. Ὁ Χριστός μαςεἶναι, λοιπόν, Ἄνθρωπος, πραγματικός Ἄνθρωπος, ὄχι «κατά δόκησιν ἄνθρωπος», καί, μάλιστα, «Τέλειος Ἄνθρωπος», ἐνῶ ὁ πρῶτος Ἀδάμ δέν ἔμεινε τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλά ἔγινε πεπτωκώς!
2. Ὁ πρῶτος Ἀδάμ ἐπλάσθη ἄφθαρτος καί ἀθάνατος, χωρίς, ὅμως, ἀτρεψία, δηλαδή μέ δυνατότητα νά γίνῃ φθαρτός καί θνητός, ἄν παρήκουε τόν Θεό καί ἁμάρτανε.
Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος εἶναι σαφέστατος: «Μετά γάρ τήν παράβασιν τά τῆς συνουσίας γέγονε· ἐπεί μέχρις ἐκείνου καθάπερ ἄγγελοι οὕτω διῃτῶντο ἐν τῷ Παραδείσῳ, οὐχ ὑπό ἐπιθυμίας φλεγόμενοι, οὐχ ὑπό ἑτέρων παθῶν πολιορκούμενοι, οὐ ταῖς ἀνάγκαις τῆς φύσεως ὑποκείμενοι, ἀλλά δι’ ὅλου ἄφθαρτοι κτισθέντες καί ἀθάνατοι».4
Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός συμπληρώνει: «Ἡ δέ φθορά διά τήν ἡμετέραν κακίαν ἐπεισήχθη πρός τιμωρίαν καί ὠφέλειαν»5
Ὁ Νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός μας, ἐδημιουργήθη καί Αὐτός Ἄφθαρτος καί Ἀθάνατος, χωρίς τό Προπατορικό ἁμάρτημα, ὅπως ὁ πρῶτος Ἀδάμ, ἀλλά καί χωρίς νά προσλάβῃ τήν ἀτρεψία, ὥστε νά δύναται νά γίνῃ ἑκουσίως θνητός καί παθητός γιά νά ἐνεργήσῃ καί τά καθ’ ἡμᾶς πρός σωτηρία μας.
3. Ὁ πρῶτος Ἀδάμ ὤν ἀναμάρτητος δέν ὑπέκειτο στά ἀδιάβλητα πάθη τῆς πείνας, τῆς δίψας, τῆς κοπώσεως, τῆς αἱματώσεως, τῆς δειλίας πρό τοῦ θανάτου, οὔτε τοῦ θανάτου, ἀλλά ὅταν ἁμάρτησε, ἐξέπεσε καί ἐξεβλήθη τοῦ Παραδείσου, τότε ἔλαβε ὡς ἐπιτίμιο τό νά ὑπόκειται ἀναγκαστικά στά ἀδιάβλητα πάθη, τά ὁποῖα θά παραμένουν πλέον ἀκατηγόρητα καί σ’ αὐτόν καί στούς ἀπογόνους του, μόνο ὅταν τά ἐνεργοῦν σύμφωνα μέ τίς Ὁδηγίες τοῦ Θεοῦ μας. Ἄν, ὅμως τά ἐνεργοῦν παρά τίς Θεῖες Ὁδηγίες, τά ἀδιάβλητα μετατρέπονται σέ ψεκτά πάθη, σέ ἁμαρτήματα μικρά ἤ μεγάλα. Κορυφαῖο δέ ἀδιάβλητο πάθος εἶναι ὁ θάνατος, ἐφ’ ὅσον ὅλα τά ἄλλα εἶναι προϋποθέσεις τοῦ θανάτου.
Ὁ Νέος Ἀδάμ, Ὁ Χριστός μας, λοιπόν, ἐπειδή «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ», ἡ Ἀνθρωπίνη Φύση Του, κατά τίς διατυπώσεις τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καί τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, «ὡς καθαρά τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας» «οὐκ ἐχρεώστει δι’ ἑαυτήν θάνατον». 6 Εἶναι, λοιπόν, σαφές ὅτι τά ἀδιάβλητα πάθη ὄχι μόνο δέν εἶναι ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς Πραγματικῆς καί Ἀληθινῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀλλά εἶναι ἐπιτίμιο τῆς παρακοῆς, ὑποβιβασμός τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως στήν ἀναγκαιότητα. Συνεπῶς, ὁ Χριστός μας, πού δέν ὑπέκειτο ἀναγκαστικά στά ἀδιάβλητα πάθη, δέν εἶναι λιγότερο ἤ ἐλλειπής ἀνθρωπος, ἀλλά μᾶλλον Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι ὁ «Τέλειος Ἄνθρωπος»!
4. Ὁ πρῶτος Ἀδάμ, «παραβάτης γεγονώς», ἔχασε τήν ἀφθαρσία καί τήν ἀθανασία του καί ἔμεινε καταναγκασμένος στούς περιορισμούς, στό ἐπιτίμιο τοῦ σώματός του, καθ’ ὅτι τά ἀδιάβλητα πάθη εἶναι μόνο πάθη τοῦ σώματος καί ὄχι τῆς ψυχῆς.
Ὁ Χριστός μας, ὡς Ἄνθρωπος δέν ὑπέκειτο ἀναγκαστικά στά ἀδιάβλητα πάθη, καί, βεβαίως, «Οὐκ ἐχρεώστει θάνατον». «Ὁ Χριστὸς, δηλαδὴ, ὡς ἄνθρωπος μποροῦσε, ἐὰν ἤθελε, νὰ μὴ ἀποθάνῃ, οὔτε νά ἐνεργήσῃ τά ἀδιάβλητα πάθη, διότι δὲν ἦταν φορεύς τοῦ προπατορικοῦ παραπτώματος ἀλλὰ «ἄνθρωπος καινὸς», ὁ Ὁποῖος καὶ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο “ἐδυνήθη τὸ πλήρωμα ἐν ἑαυτῷ δέξασθαι τῆς ἀκηράτου Θεότητος καὶ πηγὴ γενέσθαι τοῦ ἁγιασμοῦ ἀνεξάντλητος“». 7 Μποροῦσε νά μείνῃ εἰς τόν αἰῶνα, εἰς θέαν ὅλων τῶν γενεῶν, ἐμπαίζοντάς μας γιά τήν ἀφροσύνη μας, ἀλλά Ἐκεῖνος ποθεῖ τήν Σωτηρία μας καί ὄχι νά κάνῃ ἐπίδειξη τῆς Δυνάμεώς Του, ὅπως συνηθίζουμε μέ τόν ἑωσφορισμό μας ἐμεῖς!
Γιά τήν Σωτηρία μας θέλησε, λοιπόν, νά ἐνεργήσῃ ὁ Χριστός τά ἀδιάβλητα πάθη μας, ὅταν καί ὅσο Αὐτός ἤθελε, ἀλλά ὄχι ἐπειδή ἦταν ἀναγκασμένος, ἀλλά γιατί θέλησε νά προσλάβῃ τό παθητόν μας καί τό θνητόν μας «ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ», ὥστε, κατά τόν Μ. Βασίλειον, «οἱ ἐν τῷ Ἀδάμ ἀποθνήσκοντες ζωοποιηθῶσι ἐν αὐτῷ τῷ Χριστῷ».
Ὡστόσο, αὐτήν τήν συγκατάβαση τοῦ Χριστοῦ μας χάριν τῆς Σωτηρίας μας τήν ἐξέλαβαν κάποιοι ὡς ἀναγκαστική καί ὑποχρεωτική λειτουργία τῆς Ἀνθρωπίνης Φύσεώς Του ἅπαξ καί ἔγινε Ἄνθρωπος, ὑποστηρίζοντες ὅτι ἄν δέν ἐνεργοῦσε τά ἀδιάβλητα πάθη μέ τόν νόμο καί τό ἐπιτίμιο τῆς μεταπτωτικῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, δηλαδή ἀναγκαστικά, τότε τά ἐνεργοῦσε εἰκονικά καί φανταστικά, «κατάδόκησιν»! Δηλαδή, συνέδεαν καί συνδέουν ἀκόμη καί σήμερα τό ἑκουσίως μέ τό μή πραγματικό, μέ τό φανταστικό καί τό «κατά δόκησιν»! Μόνο τό ἀκουσίως σημαίνει γι’ αὐτούς πραγματικό, ἀληθινό! Ἔχει ὅμως σχέση τό ἄν εἶσαι, ἤ δέν εἶσαι, ὑποχρεωμένος νά πράξῃς κάτι, ἤ σημασία ἔχει τό ἄν πράγματι τό ἔπραξες;
Γι’ αὐτό, «Ὁ Χριστὸς γεύθηκε πραγματικὰ καὶ σὲ ὅλη τους τὴν ἔνταση τὰ ἀδιάβλητα πάθη μας. Πεινοῦσε δηλαδὴ πραγματικὰ καὶ διψοῦσε πραγματικὰ καὶ ἀπέθανε πραγματικὰ, ἀλλὰ μόνον ὅταν ἐνεργῶντας θεληματικά, Ἐκεῖνος καλοῦσε τὴν πεῖνα καὶ τὴν δίψα· ὅταν ἐκάλεσε τὸν θάνατο. Τὸ ἴδιο συνέβαινε καὶ μὲ τὰ λοιπὰ ἀδιάβλητα πάθη. Σ’ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο. Δὲν καλοῦμε ἐμεῖς αὐτεξουσίως (ὅπως ὁ Χριστὸς) τὴν πεῖνα, τὴ δίψα, τὸν θάνατο καὶ τὰ λοιπά, ἀλλὰ ἔρχονται μόνα τους. Κάποιοι, ὅμως, ὅπως ὁ μακαρίτης εὐσεβής καθηγητής Ἀνδρέας Θεοδώρου, διστάζουν νὰ ἐναρμονίσουν τὸ πραγματικὸ καὶ τὸ ἑκούσιο. Τὸ πραγματικὸ τὸ θεωροῦν ὁπωσδήποτε ἀναγκαστικὸ καὶ ἀναπόφευκτο. Τὸ ἑκούσιο καὶ μὴ ἀναγκαστικὸ τὸ θεωροῦν «φασμαγωγία».8
Ὁ Χριστός ἐνεργοῦσε τά ἀδιάβλητα πάθη μέ τήν φυσική λειτουργία, πού τά λειτουργοῦμε καί ἐμεῖς, ἀλλά ὅταν καί ὅσο ἤθελε, πρᾶγμα τό ὁποῖο γιά μᾶς τούς μεταπτωτικούς εἶναι ἀδύνατον. Ἄς ἀκούσουμε τόν ἐκφραστή τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Ἀκριβείας, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό: «Ἀμέλλει (= χωρίς ἀμφιβολία) τά φυσικά ἡμῶν πάθη κατά φύσιν καί παρά φύσιν ἦσαν ἐν τῷ Χριστῷ. Κατά φύσιν μέν γάρ ἐκινεῖτο ἐν αὐτῷ , ὅτε παρεχώρει τῇ σαρκί παθεῖν τά ἴδια· ὑπέρ φύσιν δέ, ὅτι οὐ προηγεῖτο ἐν τῷ Κυρίῳ τῆς θελήσεως τά φυσικά· οὐδέν γάρ ἠναγκασμένον ἐπ’ αὐτοῦ θεωρεῖται, ἀλλά πάντα ἑκούσια· θέλων γάρ ἐπείνασε, θέλων ἐδίψησε, θέλων ἐδειλίασε, θέλων ἀπέθανεν».9
Ἑφ’ ὅσον, λοιπόν, ὁ Χριστός μας «θέλων ἐπείνασε, θέλων ἐδίψησε, θέλων ἐδειλίασε, θέλων ἀπέθανεν», πῶς εἶναι δυνατόν νά συμβιβασθῇ μέ τήν ἀψευδῆ αὐτήν Ἀλήθεια ἡ πλάνη ὅτι τό παθητόν καί τό θνητόν τῆς Ἀνθρωπίνης Φύσεως τοῦ Χριστοῦ μας ἦταν ἀναγκαστικό ἐπακόλουθο τῆς Σαρκώσεώς Του; Πῶς νά μήν δεχθοῦμε ὅτι τό παθητόν καί τό θνητόν Του ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς «ὑπερβαλλούσης Ἀγαθότητός Του», ἕνεκεν τῆς ὁποίας καί μόνον ἕνεκεν αὐτῆς, κατεδέχθη νά ἕλθῃ «ἐπί τό ἑκούσιον πάθος» καί νά γευθῇ πραγματικά καί ὄχι εἰκονικά καί θεατρικά «τά Σωτήρια καί φρικτά Πάθη, τούς ἐμπτυσμούς, τά ραπίσματα, τά κολαφίσματα, τάς ὕβρεις, τούς γέλωτας, τήν πορφυράν χλαῖναν, τόν κάλαμον, τόν σπόγγον, τό ὄξος, τούς ἥλους, τήν λόγχην καί πρό πάντων τόν Σταυρόν καί τόν θάνατον»;
Παλαιότερα, κατά τήν γραπτή ἀντιπαράθεσή μας μέ τόν Ἀνδρέα Θεοδώρου εἴχαμε τονίσει ὅτι «Δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἀποπροσανατολίσῃ ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας (γιὰ τὸ ἑκούσιο τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ) ἡ πρὸ τοῦ θανάτου παραίτηση τοῦ Χριστοῦ, διότι αὐτὴ ἔγινε πραγματικὰ μὲν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐξαπατηθῇ ὁ διάβολος, ὅπως μαρτυροῦν καὶ οἱ “Στίχοι εἰς τὴν ὑπερφυᾶ προσευχήν” τοῦ Ὄρθρου τῆς Μ. Πέμπτης: “Προσεύχη· καὶ φόβητρα, θρόμβοι αἱμάτων, Χριστέ προσώπου, παραιτούμενος δῆθεν θάνατον, τόν ἐχθρὸν ἐν τούτοις φενακίζων”. Ὁ Χριστὸς ἀπέθανε αὐτεξουσίως καὶ ὄχι ὑποκύπτοντας ἀκουσίως στὴν ἀδυναμία τῆς φύσεως. “Κράξας φωνῇ μεγάλῃ, ἀφῆκε τό πνεῦμα” (Ματθ. 27, 50), γράφει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος καὶ ὁ Θεῖος Χρυσόστομος μᾶς ἑρμηνεύει ὅτι ἡ φράση αὐτὴ «τοῦτο ἐστίν· δι’ ὅ ἔλεγεν “ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι τήν ψυχήν μου, καί ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν καί ἐγώ τίθημι αὐτήν ἀπ’ ἐμαυτοῦ». Διά τοῦτο γάρ φωνῇ ἔκραξεν, ἵνα δειχθῇ ὅτι κατ’ ἐξουσίαν τό πρᾶγμα γίνεται»
Μετέχων ὁ Ἄφθαρτος καί Ἀθάνατος ἀλλά ὄχι ἄτρεπτος Κύριός μας τῆς ἰδικῆς μας φθορᾶς καί θνητότητος ἑκουσίως, ὄχι λόγῳ τῆς Ἀνθρωπίνης Φύσεως, πού ἔλαβε (ἡ Ὁποία «ἐξ ἄκρας συλλήψεως ἐθεώθη»), ἀλλά λόγῳ τῶν ἀδιαβλήτων παθῶν μας, πού ἑκουσίως προσέλαβε, ἔδωσε σέ ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος τήν δυνατότητα, ἐνῶ μετέχει ἀναγκαστικῶς τῶν ἀδιαβλήτων παθῶν, νά μή γίνῃ αὐτό (τό ἀναγκαστικῶς) αἰώνια θανατική μας καταδίκη, ἐμποδίζουσα τήν Σωτηρία μας καί τήν Θέωσή μας, ἀλλά νά γίνῃ μιά λειτουργία, ἡ ὁποία (ἐπειδή ἐνεργήθηκε πραγματικά μέν, ἀλλά ἑκουσίως ἀπό τόν Νέον Ἀδάμ, τόν Χριστόν μας), δέν θά ἀποτελῇ πλέον σφραγῖδα αἰωνίου θανάτου μας, ἀλλά Θεϊκή Ἐλευθερία καί διάνοιξη τῆς ὁδοῦ πρός τήν μόνιμη καί ἄτρεπτη Ἀφθαρσία καί Ἀθανασία μας. Εἶναι τό πέρασμά μας στήν Ἀφθαρσία, εἶναι τό Πάσχα τῆς Ἀφθαρσίας μας!
Ἔχουμε ἕναν Θεό, πού δέν θέλησε, γενόμενος ἄνθρωπος, νά κάνῃ μιάν ἀνώφελη γιά μᾶς ἐπίδειξη τῆς Θεότητός Του, παραμένων ἄτρεπτος στήν Ἀφθαρσία καί Ἀθανασία τῆς Ἀνθρωπίνης Φύσεώς Του, ἐμπαίζοντας καί ὀνειδίζοντάς μας, παρ’ ὅτι αὐτό μόνο μᾶς ἄξιζε, ἀλλά ἔπαθε γιά μᾶς γιατί μᾶς θέλει Αἰωνίως κοντά Του! Αὐτό, τό γιατί ἐξακολουθεῖ νά μᾶς θέλῃ κοντά Του, θά παραμείνῃ γιά πάντα ἀνεξιχνίαστο σέ μᾶς, ἀλλά γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἡ εὐγνωμοσύνη μας καί ἡ Δοξολογία Του δέν ἔχει τέλος, «νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων»!
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ! π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
Αναδημοσίευση από: ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ Τεῦχος 236
......................................................................................................................................................................
1. Φρατσέα Ἠλία Διακόνου,Ὁ Λεόντιος Βυζάντιος, Βίος καί Συγγράμματα, Ἀθῆναι 1984, σελ.270 κ.ἑξ.
2. ὅ. ἀν. σελ. 249-250
3. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου Ἀρχιμανδρίτου, ΑΡΘΡΑ- ΜΕΛΕΤΑΙ -ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ, τ. Α, Ἐν Ἀθήναις 1981, σελ. 105-124
4. Ὁμιλία ΙΕ΄ δ΄ εἰς τήν Γένεσιν, Ε.Π. Migne 53,123
5. Ἔκδοσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 11,κη, Ε.Π. Migne 94,961
6. π. Βασιλείου Ε. Βολουδάκη, Ὁ Χριστός ἀνθρώπων ἐπέκεινα, Ἐκδόσεις «ΥΠΑΚΟΗ» 1990, σελ. 44
7. π. Βασιλείου Ε. Βολουδάκη, ὅ. ἀν. σελ. 44
8. π. Βασιλείου Ε. Βολουδάκη, ὅ. ἀν. σελ. 32
9. Ἔκδοσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, PG 94,1084).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου