Μελέτη που δημοσιεύθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου στο επιστημονικό περιοδικό European Journal of Epidemiology Vaccines διαπίστωσε ότι «δεν υπάρχει εμφανής σχέση» μεταξύ του ποσοστού του πλήρως εμβολιασμένου πληθυσμού και των νέων κρουσμάτων COVID.
Στην πραγματικότητα, η μελέτη διαπίστωσε ότι τα πιο πλήρως εμβολιασμένα έθνη είχαν τον υψηλότερο αριθμό νέων κρουσμάτων COVID, με βάση την ανάλυση των ερευνητών των νέων δεδομένων κατά τη διάρκεια ενός επταήμερου τον Σεπτέμβριο.
Οι συγγραφείς δήλωσαν ότι η αποκλειστική εξάρτηση από τον εμβολιασμό ως πρωταρχική στρατηγική για τον μετριασμό της COVID-19 και των δυσμενών συνεπειών της «πρέπει να επανεξεταστεί», ιδίως λαμβάνοντας υπόψη την παραλλαγή Delta (B.1.617.2) και την πιθανότητα μελλοντικών παραλλαγών.
Γράφουν:
«Μπορεί να χρειαστεί να εφαρμοστούν και άλλες φαρμακολογικές και μη φαρμακολογικές παρεμβάσεις παράλληλα με την αύξηση των ποσοστών εμβολιασμού. Μια τέτοια διόρθωση πορείας, ιδίως όσον αφορά στο πολιτικό αφήγημα, καθίσταται υψίστης σημασίας με τα αναδυόμενα επιστημονικά στοιχεία σχετικά με την πραγματική αποτελεσματικότητα των εμβολίων.»
Στο πλαίσιο της μελέτης, οι ερευνητές εξέτασαν τη σχέση μεταξύ του ποσοστού του πληθυσμού που έχει εμβολιαστεί πλήρως και των νέων κρουσμάτων COVID σε 68 χώρες και 2.947 κομητείες των ΗΠΑ που είχαν εμβολιαστεί με δεύτερη δόση, καθώς και τα διαθέσιμα στοιχεία για τα κρούσματα COVID.
Για επτά ημέρες πριν από τις 3 Σεπτεμβρίου, οι ερευνητές υπολόγισαν τα κρούσματα COVID ανά ένα εκατομμύριο άτομα για κάθε χώρα, καθώς και το ποσοστό του πληθυσμού που ήταν πλήρως εμβολιασμένο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Ισραήλ, με περισσότερο από το 60% του πληθυσμού του πλήρως εμβολιασμένο, είχε τα υψηλότερα κρούσματα COVID ανά 1 εκατομμύριο άτομα κατά τη διάρκεια της επταήμερης περιόδου.
Η Ισλανδία και η Πορτογαλία, με περισσότερο από το 75% του πληθυσμού τους πλήρως εμβολιασμένο, είχαν περισσότερα κρούσματα COVID ανά 1 εκατομμύριο άτομα από χώρες όπως το Βιετνάμ και η Νότια Αφρική, όπου μόνο το 10% περίπου του πληθυσμού είναι πλήρως εμβολιασμένο.
Σε όλες τις κομητείες των ΗΠΑ, η διάμεση τιμή των νέων κρουσμάτων COVID ανά 100.000 άτομα κατά τη διάρκεια της επταήμερης περιόδου ήταν παρόμοια σε όλες τις κατηγορίες του ποσοστού του πλήρως εμβολιασμένου πληθυσμού.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν σημαντική διακύμανση των νέων κρουσμάτων COVID στις κατηγορίες της μερίδας του πλήρως εμβολιασμένου πληθυσμού. Επίσης, δεν φάνηκε να υπάρχει σημαντική ένδειξη μείωσης των κρουσμάτων COVID σε κομητείες όπου υψηλότερο ποσοστό του πληθυσμού ήταν πλήρως εμβολιασμένο.
Από τις πέντε κορυφαίες κομητείες με το υψηλότερο ποσοστό πληθυσμού πλήρως εμβολιασμένου (99,9% – 84,3%), τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) χαρακτήρισαν τέσσερις ως κομητείες «υψηλής» μετάδοσης.
Τρεις από τις τέσσερις κομητείες που χαρακτηρίστηκαν ως «υψηλής» μετάδοσης είχαν ποσοστά πλήρως εμβολιασμένων 90% ή υψηλότερα. Αντίθετα, από τις 57 κομητείες που ταξινομήθηκαν ως «χαμηλής» μετάδοσης από το CDC, 15 είχαν ποσοστά πλήρως εμβολιασμένων 20% ή και λιγότερο.
Τα ευρήματα έδειξαν επίσης ότι δεν υπάρχει διακριτή συσχέτιση μεταξύ των κρουσμάτων COVID και των ποσοστών πλήρως εμβολιασμένων, όταν λήφθηκε υπόψη μια καθυστέρηση ενός μήνα, ώστε να ληφθεί υπόψη η περίοδος των 14 ημερών που απαιτείται για να θεωρηθεί αποτελεσματικό ένα εμβόλιο.
Οι συγγραφείς πρότειναν να γίνει διόρθωση του πολιτικού αφηγήματος, καθώς η αύξηση των ποσοστών εμβολιασμού δεν είναι αρκετή. «Μια τέτοια διόρθωση πορείας, ιδίως όσον αφορά στο πολιτικό αφήγημα, καθίσταται υψίστης σημασίας με τα αναδυόμενα επιστημονικά στοιχεία σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εμβολίων στον πραγματικό κόσμο», έγραψαν.
Οι συγγραφείς επικαλέστηκαν στοιχεία από το Υπουργείο Υγείας του Ισραήλ, σύμφωνα με τα οποία η αποτελεσματικότητα δύο δόσεων του εμβολίου COVID της Pfizer κατά της πρόληψης της λοίμωξης από SARS-CoV-2 αναφέρθηκε σε 39% – σημαντικά χαμηλότερη από την αναφερόμενη αποτελεσματικότητα της δοκιμής του 96%.
Η νέα έρευνα δείχνει επίσης ότι η ανοσία που προέρχεται από το εμβόλιο COVID της Pfizer μπορεί να μην είναι τόσο ισχυρή όσο η φυσική ανοσία που αποκτάται μέσω της μόλυνσης.
Έχει επίσης αναφερθεί σημαντική μείωση της ανοσίας από τα εμβόλια mRNA έξι μήνες μετά τον εμβολιασμό, μαζί με έναν αυξανόμενο αριθμό περιπτώσεων έξαρσης μεταξύ των πλήρως εμβολιασμένων, ανέφεραν οι ερευνητές.
Οι συγγραφείς δήλωσαν ότι ο στιγματισμός του κόσμου σχετικά με τα εμβόλια μπορεί να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό και ότι οι μη φαρμακολογικές προσπάθειες πρόληψης πρέπει να ανανεωθούν προκειμένου να μάθουμε να ζούμε με την COVID «με τον ίδιο τρόπο που συνεχίζουμε να ζούμε 100 χρόνια αργότερα με τις διάφορες εποχικές μεταβολές του ιού της γρίπης του 1918».
Στην πραγματικότητα, η μελέτη διαπίστωσε ότι τα πιο πλήρως εμβολιασμένα έθνη είχαν τον υψηλότερο αριθμό νέων κρουσμάτων COVID, με βάση την ανάλυση των ερευνητών των νέων δεδομένων κατά τη διάρκεια ενός επταήμερου τον Σεπτέμβριο.
Οι συγγραφείς δήλωσαν ότι η αποκλειστική εξάρτηση από τον εμβολιασμό ως πρωταρχική στρατηγική για τον μετριασμό της COVID-19 και των δυσμενών συνεπειών της «πρέπει να επανεξεταστεί», ιδίως λαμβάνοντας υπόψη την παραλλαγή Delta (B.1.617.2) και την πιθανότητα μελλοντικών παραλλαγών.
Γράφουν:
«Μπορεί να χρειαστεί να εφαρμοστούν και άλλες φαρμακολογικές και μη φαρμακολογικές παρεμβάσεις παράλληλα με την αύξηση των ποσοστών εμβολιασμού. Μια τέτοια διόρθωση πορείας, ιδίως όσον αφορά στο πολιτικό αφήγημα, καθίσταται υψίστης σημασίας με τα αναδυόμενα επιστημονικά στοιχεία σχετικά με την πραγματική αποτελεσματικότητα των εμβολίων.»
Στο πλαίσιο της μελέτης, οι ερευνητές εξέτασαν τη σχέση μεταξύ του ποσοστού του πληθυσμού που έχει εμβολιαστεί πλήρως και των νέων κρουσμάτων COVID σε 68 χώρες και 2.947 κομητείες των ΗΠΑ που είχαν εμβολιαστεί με δεύτερη δόση, καθώς και τα διαθέσιμα στοιχεία για τα κρούσματα COVID.
Για επτά ημέρες πριν από τις 3 Σεπτεμβρίου, οι ερευνητές υπολόγισαν τα κρούσματα COVID ανά ένα εκατομμύριο άτομα για κάθε χώρα, καθώς και το ποσοστό του πληθυσμού που ήταν πλήρως εμβολιασμένο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Ισραήλ, με περισσότερο από το 60% του πληθυσμού του πλήρως εμβολιασμένο, είχε τα υψηλότερα κρούσματα COVID ανά 1 εκατομμύριο άτομα κατά τη διάρκεια της επταήμερης περιόδου.
Η Ισλανδία και η Πορτογαλία, με περισσότερο από το 75% του πληθυσμού τους πλήρως εμβολιασμένο, είχαν περισσότερα κρούσματα COVID ανά 1 εκατομμύριο άτομα από χώρες όπως το Βιετνάμ και η Νότια Αφρική, όπου μόνο το 10% περίπου του πληθυσμού είναι πλήρως εμβολιασμένο.
Σε όλες τις κομητείες των ΗΠΑ, η διάμεση τιμή των νέων κρουσμάτων COVID ανά 100.000 άτομα κατά τη διάρκεια της επταήμερης περιόδου ήταν παρόμοια σε όλες τις κατηγορίες του ποσοστού του πλήρως εμβολιασμένου πληθυσμού.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν σημαντική διακύμανση των νέων κρουσμάτων COVID στις κατηγορίες της μερίδας του πλήρως εμβολιασμένου πληθυσμού. Επίσης, δεν φάνηκε να υπάρχει σημαντική ένδειξη μείωσης των κρουσμάτων COVID σε κομητείες όπου υψηλότερο ποσοστό του πληθυσμού ήταν πλήρως εμβολιασμένο.
Από τις πέντε κορυφαίες κομητείες με το υψηλότερο ποσοστό πληθυσμού πλήρως εμβολιασμένου (99,9% – 84,3%), τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) χαρακτήρισαν τέσσερις ως κομητείες «υψηλής» μετάδοσης.
Τρεις από τις τέσσερις κομητείες που χαρακτηρίστηκαν ως «υψηλής» μετάδοσης είχαν ποσοστά πλήρως εμβολιασμένων 90% ή υψηλότερα. Αντίθετα, από τις 57 κομητείες που ταξινομήθηκαν ως «χαμηλής» μετάδοσης από το CDC, 15 είχαν ποσοστά πλήρως εμβολιασμένων 20% ή και λιγότερο.
Τα ευρήματα έδειξαν επίσης ότι δεν υπάρχει διακριτή συσχέτιση μεταξύ των κρουσμάτων COVID και των ποσοστών πλήρως εμβολιασμένων, όταν λήφθηκε υπόψη μια καθυστέρηση ενός μήνα, ώστε να ληφθεί υπόψη η περίοδος των 14 ημερών που απαιτείται για να θεωρηθεί αποτελεσματικό ένα εμβόλιο.
Οι συγγραφείς πρότειναν να γίνει διόρθωση του πολιτικού αφηγήματος, καθώς η αύξηση των ποσοστών εμβολιασμού δεν είναι αρκετή. «Μια τέτοια διόρθωση πορείας, ιδίως όσον αφορά στο πολιτικό αφήγημα, καθίσταται υψίστης σημασίας με τα αναδυόμενα επιστημονικά στοιχεία σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εμβολίων στον πραγματικό κόσμο», έγραψαν.
Οι συγγραφείς επικαλέστηκαν στοιχεία από το Υπουργείο Υγείας του Ισραήλ, σύμφωνα με τα οποία η αποτελεσματικότητα δύο δόσεων του εμβολίου COVID της Pfizer κατά της πρόληψης της λοίμωξης από SARS-CoV-2 αναφέρθηκε σε 39% – σημαντικά χαμηλότερη από την αναφερόμενη αποτελεσματικότητα της δοκιμής του 96%.
Η νέα έρευνα δείχνει επίσης ότι η ανοσία που προέρχεται από το εμβόλιο COVID της Pfizer μπορεί να μην είναι τόσο ισχυρή όσο η φυσική ανοσία που αποκτάται μέσω της μόλυνσης.
Έχει επίσης αναφερθεί σημαντική μείωση της ανοσίας από τα εμβόλια mRNA έξι μήνες μετά τον εμβολιασμό, μαζί με έναν αυξανόμενο αριθμό περιπτώσεων έξαρσης μεταξύ των πλήρως εμβολιασμένων, ανέφεραν οι ερευνητές.
Οι συγγραφείς δήλωσαν ότι ο στιγματισμός του κόσμου σχετικά με τα εμβόλια μπορεί να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό και ότι οι μη φαρμακολογικές προσπάθειες πρόληψης πρέπει να ανανεωθούν προκειμένου να μάθουμε να ζούμε με την COVID «με τον ίδιο τρόπο που συνεχίζουμε να ζούμε 100 χρόνια αργότερα με τις διάφορες εποχικές μεταβολές του ιού της γρίπης του 1918».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου