Ὁ Δημητράκης ὀρφάνεψε μικρός ἀπό μητέρα. Ὁ πατέρας του χῆρος μέ μικρά παιδιά, ἀναγκάστηκε νά ξαναπαντρευτεῖ. Ἡ μητριά δέν μπόρεσε νά τοῦ δώσει μητρική στοργή. Ἔτσι ὁ μικρός Δημήτρης προτιμοῦσε νά κατοικεῖ ὅσο τό δυνατόν λιγότερο μέσα σ᾿ αὐτό τό σπίτι, πού ἔπαψε νά τό νιώθει πιά δικό του. Εὐτυχῶς, ὑπῆρχε ἡ πρόφαση τοῦ βοσκήματος τῶν κατσικιῶν, καί τό ἀπόμακρο μαντρί τοῦ πρόσφερε τήν ἡσυχία καί τή γαλήνη. Ἐκεῖ ὅμως τό ψωμί ἦταν λιγοστό καί τό μαγειρευμένο φαγητό ἦταν σπάνιο.
“Τότε ζοῦσα μέ ἀγριοπούλια πού κυνηγοῦσα”,
διηγεῖτο ἀργότερα, ὅταν μεγάλωσε καί πρόκοψε τό φτωχό ὀρφανό. Τό εἶχε προικίσει ὅμως ὁ Θεός μέ δύο μεγάλα χαρίσματα: Τήν ἐξυπνάδα καί τή θεοσέβεια. Ὅπως ὁ Δαυίδ κι ἐκεῖνο, ἐνῶ ἔβοσκε τά ζῶα, ἤ θά διάβαζε ἤ θά προσευχόταν. Εἶχε μιά βαθιά ἀγάπη κι εὐλάβεια γιά τήν μεγάλη Μητέρα ὅλου του κόσμου, τήν Παναγία. Αὐτή ἦταν ἡ παρηγοριά του κι ἀπό Ἐκείνη ζητοῦσε πάντα βοήθεια.
Γιά νά πέρει τή στοιχειώδη μόρφωση, περπατοῦσε μέ μερικά ἄλλα παιδιά τοῦ χωριοῦ πολλές ὧρες μέχρι τό πλησιέστερο μεγάλο χωριό. Μέσα στίς βροχές, μέσα στά χιόνια, μέσα ἀπό πλημμυρισμένα ποτάμια. Μιά φορά κόντεψε νά πνιγεῖ. Παρ᾿ ὅλα αὐτά προόδευσε καί τελικά ἀποφάσισε νά πάει στήν πλησιέστερη μεγαλούπολη, νά συνεχίσει στό Γυμνάσιο. Πῶς ὅμως;
Ὁ πατέρας του ἦταν πάμφτωχος (ἦταν τά πρῶτα μετακατοχικά χρόνια). Δέν εἶχε οὔτε τά εἰσιτήρια νά τοῦ δώσει. Στήν ἐπιμονή του, τοῦ ἔδωσε ἕνα δέρμα ζώου νά τό πουλήσει καί νά πληρώσει τό ναῦλο γιά τό καΐκι. Ἔτσι κι ἔγινε. Τό πούλησε 10 δραχμές, ἔδωσε τίς 8 γιά τά ναῦλα καί τοῦ ἔμειναν καί 2 δραχμές!
Στήν πόλη πού πῆγε βρῆκε γιά λίγο καιρό καταφύγιο στή νονά του, ἀλλά γρήγορα κατάλαβε πῶς ἦταν βάρος στήν πολυμελῆ οἰκογένειά της. Καί σάν φιλότιμος πού ἦταν, ἔφυγε. Πῆγε κοντά σέ κάποια ξαδέλφια του, πού σπούδαζαν κι αὐτά. Ἐκεῖ κοιμόταν σέ μιά γωνίτσα, πάνω σέ μιά κουρελοῦ. Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ πεῖνα πήγαινε σύννεφο. Κι ὅμως, προόδευε!
Ὅταν κατέφθανε τό καϊκι ἀπό τά μέρη τῆς οἰκογενείας του στό λιμάνι τῆς πόλεως, κατέβαινε κι αὐτός μέ τά ἄλλα συμπατριωτάκια του μέ τήν ἐλπίδα μήπως ἡ μητριά εἶχε στείλει κανένα καλαθάκι μέ λίγο τυράκι ἤ λίγο ψωμί. Τά ἄλλα παιδιά συχνά πυκνά ἔπαιρναν τά καλάθια τους γεμάτα, σταλμένα ἀπό τούς γονεῖς τους μέ προϊόντα τοῦ τόπου τους. Ἐκεῖνος ὅμως, καθώς κοίταζε θλιμένος τόν καπετάνιο, ἄκουγε κάθε φορά τήν ἴδια φράση ἀπό τό στόμα του μέ μιά φωνή πού ἔκρυβε συμπόνια:
Δημητράκη, γιά σένα πάλι δέν ἔχει τίποτε!
“Τά πόδια μου τρέμανε ἀπό τήν ἀδυναμία”, διηγεῖτο, “καί τό συκῶτι μου ἄρχιζε νά ἀτροφεῖ ἀπό τή συνεχῆ πεῖνα. Κοίταζα τήν ἀνηφόρα πού ἔπρεπε νά ἀνέβω γιά νά πάω στό δωμάτιο πού μέναμε καί μ᾿ ἔπιανε ἀπελπισία. Πῶς νά τήν ἀνέβω;
Τότε γύριζα πρός τήν μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Παναγίας πού ἦταν ἐκεῖ κοντά καί μέ δάκρυα ζητοῦσα βοήθεια. Κι Ἐκείνη, πάλι μοῦ τήν ἔδινε! Ἀποροῦσα κι ἐγῶ πῶς στεκόμουν στά πόδια μου μέ τέτοιες συνθῆκες.
Ἐν τῷ μεταξύ ἡ θεία μου ἔστειλε γράμμα νά φύγω ἀμέσως ἀπό τό σπίτι τῶν παιδιῶν της, γιά νά μήν τούς γίνομαι βάρος! Τέλειο ἀδιέξοδο! Τότε κλαίγοντας ξαναχτύπησα τήν πόρτα τῆς Παναγίας, τήν πόρτα τῆς θείας εὐσπλαγχνίας. Παρακάλεσα καί τήν ψυχή τῆς μανούλας μου νά μεσιτεύσει. Δέν ἄργησε νά ἔλθει ἡ βοήθεια τοῦ οὐρανοῦ. Ἡ Παναγία ἄρχισε νά τά τακτοποιεῖ ὅλα. Δηλαδή μιά καλή γειτόνισσα, ἀφοῦ τήν παρακάλεσα, μοῦ παραχώρησε ἕνα ὑπόγειο πού εἶχε. Ἐκεῖ, ἐπειδή ἤμουν πολύ δυνατός στά μαθηματικά, ἀποφάσισα νά ἀνοίξω φροντιστήριο μαθηματικῶν! Οὔτε ξέρω ποῦ βρῆκα ἕξι παλιοκαρέκλες. Οἱ καθηγητές μου, πού ἤξεραν τίς δυνατότητές μου, μοῦ ἔστειλαν δέκα μαθητές. Ἦταν ὅλοι οἱ πιό ἀδύνατοι στά μαθηματικά. Μέ τή βοήθεια τῆς Παναγίας ἀρίστευσαν!
Ἐν τῷ μεταξύ μιά μέρα πού πεινοῦσα πολύ ἀποφάσισα νά χαλάσω τό τελευταῖο δίφραγκο πού εἶχα καί μπῆκα σέ μιά γειτονική ἡμιυπόγεια ταβέρνα γιά μιά φασολάδα. Ἐκείνη τήν ὥρα ἦταν ἐκεῖ πέντε ἕξι θαμῶνες ἡλικιωμένοι, πού ἔπιναν τό κρασάκι τους. Ὁ ταβερνιάρης, ἕνας πονετικός ἄνθρωπος, κάθησε δίπλα μου κι ἄρχισε νά μέ ρωτάει γιά τή ζωή μου. Τοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἡ χλωμάδα καί ἡ ἀδυναμία μου. Τόν ἐμπιστεύτηκα καί τοῦ τά εἶπα ὅλα. Ἄρχισε κι ἔκλαιγε! Μετά σηκώθηκε καί εἶπε δυνατά στούς γνωστούς του πελάτες:
Κύριοι, σηκωθῆτε νά γνωρίσετε καί νά συγχαρεῖτε ἕναν μικρό ἀλλά τίμιο ἀγωνιστή! Καί πρόσθεσε: Ἀπό τώρα, παιδί μου, νά ἔρχεσαι νά τρῶς ἐδῶ δωρεάν!
Ἐν τῷ μεταξύ τό φροντιστήριο προόδευσε καί οἱ μαθητές μου αὐξήθηκαν. Ἔτσι μπόρεσα καί βοήθησα καί τά παιδιά τῆς μητρυιᾶς μου, τά ἑτεροθαλῆ ἀδέλφια μου πού ἦρθαν κι αὐτά στό Γυμνάσιο. Τότε βέβαια ἄρχισαν κι ἔρχονταν καλαθάκια μέ τρόφιμα!
Μετά πῆγα στρατιώτης. Παρ᾿ ὄλο πού ἤμουν πολύ ἀδύνατος, οἱ ἐξετάσεις πού μοῦ ἔκαναν ἀπέδειξαν ὅτι ἤμουν ὑγιέστατος. Μετά τό στρατό, ἄνοιξα φροντιστήρια στήν Ἀθήνα καί τελείωσα καί Ἀνωτάτη σχολή. Ὁ Θεός μοῦ ἔστειλε καί μιά χριστιανή καλή κοπέλα καί μέ ἀξίωσε νά φτιάξω μιά ὡραία οἰκογένεια. Ἐπαγγελματικά σταδιοδρόμησα στό Δημόσιο ὡς ἀνώτερος κρατικός ὑπάλληλος.
Πῶς νά μήν εἶμαι εὐγνώμων στόν Χριστό μας καί στήν Παναγία Μητέρα Του; Σέ μένα, τόν φτωχό ὀρφανό Δημητράκη δέν ἔστελνε κανείς, ὅταν πεινοῦσα, ἕνα καλαθάκι μέ ψωμί. Ὁ Θεός ὅμως μοῦ ἔστειλε πλῆθος δώρων.
Πῶς μπορῶ νά μήν Τόν εὐγνωμονῶ;
Πῶς μπορῶ τό κατά δύναμιν νά μή μιμοῦμαι τήν θεία εὐσπλαγχνία Του;”
Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
“Τότε ζοῦσα μέ ἀγριοπούλια πού κυνηγοῦσα”,
διηγεῖτο ἀργότερα, ὅταν μεγάλωσε καί πρόκοψε τό φτωχό ὀρφανό. Τό εἶχε προικίσει ὅμως ὁ Θεός μέ δύο μεγάλα χαρίσματα: Τήν ἐξυπνάδα καί τή θεοσέβεια. Ὅπως ὁ Δαυίδ κι ἐκεῖνο, ἐνῶ ἔβοσκε τά ζῶα, ἤ θά διάβαζε ἤ θά προσευχόταν. Εἶχε μιά βαθιά ἀγάπη κι εὐλάβεια γιά τήν μεγάλη Μητέρα ὅλου του κόσμου, τήν Παναγία. Αὐτή ἦταν ἡ παρηγοριά του κι ἀπό Ἐκείνη ζητοῦσε πάντα βοήθεια.
Γιά νά πέρει τή στοιχειώδη μόρφωση, περπατοῦσε μέ μερικά ἄλλα παιδιά τοῦ χωριοῦ πολλές ὧρες μέχρι τό πλησιέστερο μεγάλο χωριό. Μέσα στίς βροχές, μέσα στά χιόνια, μέσα ἀπό πλημμυρισμένα ποτάμια. Μιά φορά κόντεψε νά πνιγεῖ. Παρ᾿ ὅλα αὐτά προόδευσε καί τελικά ἀποφάσισε νά πάει στήν πλησιέστερη μεγαλούπολη, νά συνεχίσει στό Γυμνάσιο. Πῶς ὅμως;
Ὁ πατέρας του ἦταν πάμφτωχος (ἦταν τά πρῶτα μετακατοχικά χρόνια). Δέν εἶχε οὔτε τά εἰσιτήρια νά τοῦ δώσει. Στήν ἐπιμονή του, τοῦ ἔδωσε ἕνα δέρμα ζώου νά τό πουλήσει καί νά πληρώσει τό ναῦλο γιά τό καΐκι. Ἔτσι κι ἔγινε. Τό πούλησε 10 δραχμές, ἔδωσε τίς 8 γιά τά ναῦλα καί τοῦ ἔμειναν καί 2 δραχμές!
Στήν πόλη πού πῆγε βρῆκε γιά λίγο καιρό καταφύγιο στή νονά του, ἀλλά γρήγορα κατάλαβε πῶς ἦταν βάρος στήν πολυμελῆ οἰκογένειά της. Καί σάν φιλότιμος πού ἦταν, ἔφυγε. Πῆγε κοντά σέ κάποια ξαδέλφια του, πού σπούδαζαν κι αὐτά. Ἐκεῖ κοιμόταν σέ μιά γωνίτσα, πάνω σέ μιά κουρελοῦ. Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ πεῖνα πήγαινε σύννεφο. Κι ὅμως, προόδευε!
Ὅταν κατέφθανε τό καϊκι ἀπό τά μέρη τῆς οἰκογενείας του στό λιμάνι τῆς πόλεως, κατέβαινε κι αὐτός μέ τά ἄλλα συμπατριωτάκια του μέ τήν ἐλπίδα μήπως ἡ μητριά εἶχε στείλει κανένα καλαθάκι μέ λίγο τυράκι ἤ λίγο ψωμί. Τά ἄλλα παιδιά συχνά πυκνά ἔπαιρναν τά καλάθια τους γεμάτα, σταλμένα ἀπό τούς γονεῖς τους μέ προϊόντα τοῦ τόπου τους. Ἐκεῖνος ὅμως, καθώς κοίταζε θλιμένος τόν καπετάνιο, ἄκουγε κάθε φορά τήν ἴδια φράση ἀπό τό στόμα του μέ μιά φωνή πού ἔκρυβε συμπόνια:
Δημητράκη, γιά σένα πάλι δέν ἔχει τίποτε!
“Τά πόδια μου τρέμανε ἀπό τήν ἀδυναμία”, διηγεῖτο, “καί τό συκῶτι μου ἄρχιζε νά ἀτροφεῖ ἀπό τή συνεχῆ πεῖνα. Κοίταζα τήν ἀνηφόρα πού ἔπρεπε νά ἀνέβω γιά νά πάω στό δωμάτιο πού μέναμε καί μ᾿ ἔπιανε ἀπελπισία. Πῶς νά τήν ἀνέβω;
Τότε γύριζα πρός τήν μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Παναγίας πού ἦταν ἐκεῖ κοντά καί μέ δάκρυα ζητοῦσα βοήθεια. Κι Ἐκείνη, πάλι μοῦ τήν ἔδινε! Ἀποροῦσα κι ἐγῶ πῶς στεκόμουν στά πόδια μου μέ τέτοιες συνθῆκες.
Ἐν τῷ μεταξύ ἡ θεία μου ἔστειλε γράμμα νά φύγω ἀμέσως ἀπό τό σπίτι τῶν παιδιῶν της, γιά νά μήν τούς γίνομαι βάρος! Τέλειο ἀδιέξοδο! Τότε κλαίγοντας ξαναχτύπησα τήν πόρτα τῆς Παναγίας, τήν πόρτα τῆς θείας εὐσπλαγχνίας. Παρακάλεσα καί τήν ψυχή τῆς μανούλας μου νά μεσιτεύσει. Δέν ἄργησε νά ἔλθει ἡ βοήθεια τοῦ οὐρανοῦ. Ἡ Παναγία ἄρχισε νά τά τακτοποιεῖ ὅλα. Δηλαδή μιά καλή γειτόνισσα, ἀφοῦ τήν παρακάλεσα, μοῦ παραχώρησε ἕνα ὑπόγειο πού εἶχε. Ἐκεῖ, ἐπειδή ἤμουν πολύ δυνατός στά μαθηματικά, ἀποφάσισα νά ἀνοίξω φροντιστήριο μαθηματικῶν! Οὔτε ξέρω ποῦ βρῆκα ἕξι παλιοκαρέκλες. Οἱ καθηγητές μου, πού ἤξεραν τίς δυνατότητές μου, μοῦ ἔστειλαν δέκα μαθητές. Ἦταν ὅλοι οἱ πιό ἀδύνατοι στά μαθηματικά. Μέ τή βοήθεια τῆς Παναγίας ἀρίστευσαν!
Ἐν τῷ μεταξύ μιά μέρα πού πεινοῦσα πολύ ἀποφάσισα νά χαλάσω τό τελευταῖο δίφραγκο πού εἶχα καί μπῆκα σέ μιά γειτονική ἡμιυπόγεια ταβέρνα γιά μιά φασολάδα. Ἐκείνη τήν ὥρα ἦταν ἐκεῖ πέντε ἕξι θαμῶνες ἡλικιωμένοι, πού ἔπιναν τό κρασάκι τους. Ὁ ταβερνιάρης, ἕνας πονετικός ἄνθρωπος, κάθησε δίπλα μου κι ἄρχισε νά μέ ρωτάει γιά τή ζωή μου. Τοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἡ χλωμάδα καί ἡ ἀδυναμία μου. Τόν ἐμπιστεύτηκα καί τοῦ τά εἶπα ὅλα. Ἄρχισε κι ἔκλαιγε! Μετά σηκώθηκε καί εἶπε δυνατά στούς γνωστούς του πελάτες:
Κύριοι, σηκωθῆτε νά γνωρίσετε καί νά συγχαρεῖτε ἕναν μικρό ἀλλά τίμιο ἀγωνιστή! Καί πρόσθεσε: Ἀπό τώρα, παιδί μου, νά ἔρχεσαι νά τρῶς ἐδῶ δωρεάν!
Ἐν τῷ μεταξύ τό φροντιστήριο προόδευσε καί οἱ μαθητές μου αὐξήθηκαν. Ἔτσι μπόρεσα καί βοήθησα καί τά παιδιά τῆς μητρυιᾶς μου, τά ἑτεροθαλῆ ἀδέλφια μου πού ἦρθαν κι αὐτά στό Γυμνάσιο. Τότε βέβαια ἄρχισαν κι ἔρχονταν καλαθάκια μέ τρόφιμα!
Μετά πῆγα στρατιώτης. Παρ᾿ ὄλο πού ἤμουν πολύ ἀδύνατος, οἱ ἐξετάσεις πού μοῦ ἔκαναν ἀπέδειξαν ὅτι ἤμουν ὑγιέστατος. Μετά τό στρατό, ἄνοιξα φροντιστήρια στήν Ἀθήνα καί τελείωσα καί Ἀνωτάτη σχολή. Ὁ Θεός μοῦ ἔστειλε καί μιά χριστιανή καλή κοπέλα καί μέ ἀξίωσε νά φτιάξω μιά ὡραία οἰκογένεια. Ἐπαγγελματικά σταδιοδρόμησα στό Δημόσιο ὡς ἀνώτερος κρατικός ὑπάλληλος.
Πῶς νά μήν εἶμαι εὐγνώμων στόν Χριστό μας καί στήν Παναγία Μητέρα Του; Σέ μένα, τόν φτωχό ὀρφανό Δημητράκη δέν ἔστελνε κανείς, ὅταν πεινοῦσα, ἕνα καλαθάκι μέ ψωμί. Ὁ Θεός ὅμως μοῦ ἔστειλε πλῆθος δώρων.
Πῶς μπορῶ νά μήν Τόν εὐγνωμονῶ;
Πῶς μπορῶ τό κατά δύναμιν νά μή μιμοῦμαι τήν θεία εὐσπλαγχνία Του;”
Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου